-
1 ἐπιδιπλόω
2. multiply by two, Paul.Al.H.4:—[voice] Pass., Vett.Val.223.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιπλόω
-
2 ἐξαπλόω
A unfold, roll out, οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξαπλῶσαι Ps.-Luc. Philopatr.17;ἐ. τὴν χεῖρα S.E.M.2.7
: metaph.,πᾶσαν τὴν ἔννοιαν εἰς τὰ πάντα Dam.Pr.1
:—[voice] Pass., to be unfolded, spread out,ὕπτιος ἐξήπλωτο νεκρὸν δέμας Batr.106
; ἀϊδιότης -ωθεῖσα κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν unrolled successively, Procl.Inst.55.3 Medic., open out a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.50 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαπλόω
См. также в других словарях:
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek